- τρισάλυπος
- -ον, Ατελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι-* + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισάλυποι — τρισάλυπος quite harmless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek